- τρανεύω
- 1. μετ.1) растить, воспитывать; τον τράνεψε η θεία του его вырастила тётка; 2) преувеличивать; 2. αμετ. расти, вырастать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρανεύω — Ν [τρανός] 1. (αμτβ.) α) γίνομαι τρανός, μεγαλώνω ως προς την ηλικία ή το μέγεθος β) αποκτώ μεγαλύτερη οικονομική ή κοινωνική ισχύ γ) αποκτώ μεγαλύτερο βαθμό 2. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα 3. (σχετικά με φωνή) (μτβ.) υψώνω τον τόνο … Dictionary of Greek
τρανεύω — τράνεψα αμτβ., γίνομαι τρανός, μεγαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τράνεμα — το, Ν [τρανεύω] το να γίνεται κανείς τρανός, μεγάλος, μεγάλωμα … Dictionary of Greek
τρανώνω — τρανῶ, όω, ΝΑ [τρανής/ τρανός] νεοελλ. τρανεύω αρχ. καθιστώ κάτι σαφές, κάνω κάτι ευδιάκριτο, διασαφηνίζω … Dictionary of Greek